- συσχηματισμός
- ὁ, Α [συσχηματίζω]1. αστρον. η σχετική θέση τών πλανητών2. γραμμ. αντίστοιχος σχηματισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσχηματισμός — configuration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχηματισμοῖς — συσχηματισμός configuration masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχηματισμοί — συσχηματισμός configuration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχηματισμοῦ — συσχηματισμός configuration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχηματισμούς — συσχηματισμός configuration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχηματισμῶν — συσχηματισμός configuration masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχηματισμῷ — συσχηματισμός configuration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχηματισμόν — συσχηματισμός configuration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχημάτισις — ίσεως, ἡ, Α [συσχηματίζω] συσχηματισμός* … Dictionary of Greek